- Οἰταίων
- Οἰταῖοςof Oetafem gen plΟἰταῖοςof Oetamasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰταίων — οἰταῖος of Oeta fem gen pl οἰταῖος of Oeta masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωρίς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο της με τον Νηρέα απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, οι οποίες ονομάζονταν και Δωρίδες. II Ονομασία δύο περιοχών κατά την αρχαιότητα. 1. Μικρή… … Dictionary of Greek
Αντίκυρα — Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη του Κορινθιακού κόλπου, χτισμένη από τον Αντικυρέα, που θεράπευσε τους παροξυσμούς του Ηρακλή. Καταστράφηκε από τον Φίλιππο στον Ιερό Πόλεμο, αλλά ξαναχτίστηκε. Στον Ρωμαιομακεδονικό πόλεμο, την… … Dictionary of Greek
Κυλικράνες — Αρχαίος λαός της Φθιώτιδας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, βασιλιάς των Κ. ήταν ο τοξότης Εύρυτος. Ο Ηρακλής εισέβαλε στην πρωτεύουσα τους, Οιχαλία, και την κατέστρεψε. Στη θέση της έχτισε την Ηράκλεια και υποχρέωσε τους Κ. να εργάζονται ως δούλοι στα… … Dictionary of Greek